Πατρίδα vs Brain Drain: Το ανύπαρκτο δίλημμα.

Ποιος ορίζει τελικά την επιλογή του νέου αίματος αν θα επιλέξει να μείνει Ελλάδα, μια χώρα που χρειάζεται τους νέους, ή θα φύγει για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον;; Η επιλογή είναι σίγουρα δική μας, των γονιών μας, των παππούδων μας και όσων προγόνων μας είναι εν ζωή και είναι ενεργοί πολίτες. Η δύναμη να τα αλλάξουμε όλα βρίσκεται στα χέρια μας αν στραφούμε από τη ρίζα του προβλήματος μέχρι τα βαθιά κοινωνικά , επαγγελματικά, πολιτισμικά, οικονομικά και όλων των ειδών στρώματα. Μήπως, λοιπόν, το δίλλημα είναι τελικά οφθαλμαπάτη; Υπάρχει τελικά επιλογή; Μήπως δεν είναι αργά; Μήπως προλαβαίνουμε να κρατήσουμε όσους πάνε να φύγουν; Μήπως έχουμε τη δύναμη να κάνουμε όσους έφυγαν να επιστρέψουν; Εγώ θα μείνω για σένα, εσύ, θα μείνεις για μένα;

Αυτή η παράγραφος, με την αυθόρμητη συναισθηματική της φόρτιση, αποτελεί ουσιαστικά ένα κάλεσμα. Ένα κάλεσμα προς όλους όσοι νιώθουν ότι η Ελλάδα δεν είναι απλώς ένας τόπος διαμονής, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που τους χρειάζεται – όπως και αυτοί χρειάζονται εκείνον. Θίγει εύστοχα το φαινόμενο του brain drain, της φυγής των πιο ταλαντούχων νέων στο εξωτερικό, όχι μέσα από στατιστικά και νούμερα, αλλά μέσα από το ερώτημα της ευθύνης και της επιλογής.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η φυγή· είναι η αίσθηση αδιεξόδου που την προκαλεί. Η αναζήτηση αξιοκρατίας, δημιουργικών ευκαιριών, επαγγελματικής ασφάλειας και σεβασμού προς τον πολίτη οδηγεί χιλιάδες νέους στο εξωτερικό. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το δίλημμα είναι απόλυτο ή αμετάκλητο. Ίσως, όπως σωστά υπονοείται, να είναι όντως μια «οφθαλμαπάτη». Γιατί το δίλημμα «μένω ή φεύγω» δεν είναι ποτέ αμιγώς προσωπικό. Είναι πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό. Και κυρίως, είναι συλλογικό.

Όταν μια κοινωνία επιλέγει να επενδύσει στους ανθρώπους της –στη μόρφωση, στην καινοτομία, στον πολιτισμό, στην εργασία με νόημα– τότε η επιλογή της παραμονής δεν είναι πια θέμα θυσίας, αλλά υπόθεση δημιουργίας. Η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στη νέα γενιά που καλείται να αποφασίσει, αλλά και σε εκείνους που διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η επιλογή θα γίνει βιώσιμη.

Το ερώτημα «θα μείνεις για μένα;» δεν απευθύνεται μόνο στους συνομηλίκους μας. Απευθύνεται και προς το κράτος, την πολιτεία, τις οικογένειες, τους εργοδότες, την κοινωνία ολόκληρη. Εάν όλοι μαζί επιλέξουμε να αλλάξουμε τη συνθήκη –να μετατρέψουμε το «φεύγω γιατί δεν αντέχω» σε «μένω γιατί πιστεύω»– τότε ίσως όντως δεν είναι αργά. Ίσως τελικά να έχουμε ακόμη τη δύναμη, όχι μόνο να κρατήσουμε όσους σκέφτονται να φύγουν, αλλά και να κάνουμε τους ήδη φευγάτους να σκεφτούν την επιστροφή ως ελκυστική πιθανότητα.

Το ερώτημα είναι ξεκάθαρο και ουσιαστικό: Εσύ, θα μείνεις για μένα; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε έχουμε ήδη κάνει το πρώτο βήμα προς μια πατρίδα που δεν σε διώχνει, αλλά σε καλεί να χτίσεις μαζί της.